Οδοιπορικό στη Μυστική Σλοβακία -Μέρος 2ο: Αστική εξερεύνηση στο κάστρο Βλαχύ και τη λουτρόπολη-φάντασμα Κορυτνίκα Κουπέλε, η Μεσαιωνική πόλη Μπάνσκα Στιάβνιτσα και τα ορυχεία της, το κάστρο των παραμυθιών Μποϊνίτσε!
English version...here
Το επόμενο πρωί, έκανα μια μικρή ξενάγηση στη Μαρία στα "μυστικά" σημεία του κάστρου, που είχα ανακαλύψει στη διάρκεια της νυχτερινής μου περιήγησης, μέχρι να φτάσει η ώρα της αναχώρησης. Η αλήθεια είναι ότι κανείς μας δεν ήθελε στ' αλήθεια να φύγει από το chateu, αλλά το μέρος καταγράφηκε στο νου μας και ως μελλοντικός προορισμός, κι έτσι, ύστερα από μια τελευταία μικρή στάση μπροστά στη λίμνη για φωτογραφίες, ξεκινήσαμε για μια μέρα που θα ήταν περισσότερο αφιερωμένη στην αστική εξερεύνηση. Αν μας το επέτρεπε ο χρόνος, θα συνεχίζαμε λίγα χιλιόμετρα ανατολικά μέχρι το διάσημο Κάστρο του Σπις, αλλά ο χρόνος πίεζε και είχαμε ήδη αρκετά πράγματα ακόμα στο πρόγραμμά μας.
Καστιέλ Βλαχύ
Η πρώτη στάση ήταν το Καστρο-αρχοντικό Βλαχύ, στην περιοχή του Λιπτόφσκι Μικουλάς, ένα διώροφο ιστορικό Αναγεννησιακό κτίσμα που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Έκτοτε άλλαξε διάφορες χρήσεις, με την τελευταία ανακαίνισή του να γίνεται το 1957-58 κατά τη διάρκεια ανακατασκευής του Δημοτικού τότε σχολείου, αργότερα Δημαρχείο, αλλά τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει μείνει σε αχρηστία και πλέον βρίσκεται σε κατάσταση εγκατάλειψης, στη μέση του χωριού του Βλαχύ.
Κάστρο Βλαχύ |
Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν φραγμένες με μπάρες κι έτσι μπορούσαμε μόνο να
δούμε μέσα σε κάποια από τα δωμάτια το ισογείου, και να διακρίνουμε κάποια απομεινάρια της Μπαρόκ
αρχιτεκτονικής... Πέρα απ’ αυτό φάνταζε εντελώς κενό, και παρόλο που ο νυν
ιδιοκτήτης του είχε δηλώσει την πρόθεσή του να το ανακαινίσει και να το
χρησιμοποιήσει στον Αγροτουρισμό, φαίνεται πως η έλλειψη κεφαλαίου και
επενδυτών, εδώ και δέκα χρόνια, το έχουν αφήσει καταδικασμένο σ’ αυτήν την μάλλον
άδικη και λυπηρή μοίρα...
Κάστρο
Βλαχύ - εσωτερικό
|
Κορυτνίτσα Κουπέλε
Οδηγώντας δίπλα στο φράγμα και τη λίμνη Λιπτόφσκι Μάρι, και συνεχίζοντας τη γραφική διαδρομή μέσα απ’ το Εθνικό Πάρκο των βουνών Τάτρα, δεν μας πήρε πολύ ώρα να φτάσουμε στην επόμενη στάση μας, στην εγκατελειμμένη λουτρόπολη και παλιό σανατοριακό συγκρότημα Κορυτνίτσα.
Οι απαρχές του υδροθεραπευτηρίου φτάνουν πίσω στον 16ο αιώνα
καθώς οι ιαματικές ιδιότητες του μεταλλικού νερού από τις πηγές της περιοχής
είχαν παρατηρηθεί νωρίς.
Χάρη στην υψηλή συγκέντρωση σε Ασβέστιο, τα μεταλλικά νερά της Κορυτνίτσα
βοηθούσαν στην πρόληψη της οστεοπόρωσης, αλλά και στην θεραπεία ασθενών με πεπτικές
διαταραχές, διαβητικούς, και με άλλες παθήσεις... Τον 19ο αιώνα, ο
οικισμός επεκτάθηκε και καθώς ο αριθμός των φιλοξενούμενων
ασθενών αυξανόταν, η επιχείρηση ήταν ιδιαίτερα ανθηρή.
|
Η παρακμή των υδροθεραπευτηρίων ξεκίνησε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά συνέχισαν να φιλοξενούν αρκετούς ασθενείς και παρέμειναν αρκετά δημοφιλή
καθόλη τη διάρκεια της Κομουνιστικής περιόδου. Υπό Κρατική επίβλεψη έμειναν μέχρι το 1995, όταν ιδιωτικοποιήθηκαν, και η λειτουργία τους διακόπηκε το 2002, όταν η
διαχειρίστρια εταιρεία κύρηξε πτώχευση, αφού οι ασφαλιστικές εταιρείες
σταμάτησαν να καλύπτουν την υδροθεραπεία στα σπα και οι πωλήσεις έπεσαν
δραματικά.
Έκτοτε, το μεγαλύτερο τμήμα του υδροθεραπευτηρίου έχει μείνει σε πλήρη εγκατάλειψη, με κτίσματα από διάφορες περιόδους, ορισμένα μάλιστα μνημειώδους αρχιτεκτονικής, αργά και σταθερά να παραδίνονται στη φύση και να καταρρέουν, με αποτέλεσμα σήμερα πλέον, το συγκρότημα να θυμίζει περισσότερο πόλη-φάντασμα...
Το εξωτερικό του συγκεκριμένου κτιρίου δε μοιάζει πολύ αλλαγμένο
απ’ την εποχή της φωτογραφίας στην καρτ-ποστάλ. Μέσα ωστόσο...
|
Το πρώτο κτίριο
που μπήκαμε ήταν το Espresso Café. Σήμερα σε τίποτα
δε θυμίζει το χώρο όπου οι ασθενείς κάποτε συναντούσαν τους αγαπημένους τους.
Σπασμένα γυαλιά, διαλυμένα κομμάτια σοβά, άδεια μπουκάλια, μπάζα και σκουπίδια
παντού...
Το κτίσμα του Espresso Cafe |
Κάποιες κόκκινες
κηλίδες από σταγόνες σκορπισμένες στο δάπεδο και ένα χαρτομάντηλο βουτηγμένο σε
(ευτυχώς) ξεραμένο σκούρο κόκκινο αίμα ήταν μια κάπως ανησυχητική ανακάλυψη,
ιδιαίτερα από τη στιγμή που, όπως διαπιστώσαμε, μπορούσαμε με ευκολία να
ακολουθήσουμε τα ίχνη και σε άλλα σημεία του κτιρίου.
Σημάδια από σταγόνες αίματος παντού στο δάπεδο... |
Ανεβήκαμε τα σκαλιά στον δεύτερο όροφο (με τους σκουροκόκκινους λεκέδες στο δάπεδο, να συνεχίζουν κι εκεί), και εξετάσαμε όλα τα δωμάτια, αλλά δε θέλαμε να παραμείνουμε για πολύ, με την ατμόσφαιρα του χώρου αρκετά βαριά και κάπως καταθλιπτική...
Ξεχασμένα παιχνίδια με στοιχειωτική πλέον όψη...
Κατόπιν ακολουθήσαμε το μονοπάτι που διασχίζει το καταπράσινο Πάρκο και μπήκαμε
και σε άλλα κτίσματα που βρήκαμε στο δρόμο μας. Ένα πρώην ψυχαγωγικό κέντρο. Ένα ιστορικό κτίριο με το όνομα «Όλγα». Το εργοστάσιο εμφιαλώσεως. Η
ίδια μοίρα λίγο πολύ σε καθένα απ’ αυτά.
Οι διάδρομοι καλυμένοι
από χόρτα, όλα τα τζάμια, θρύψαλα σκορπισμένα,
σε κάποιες περιπτώσεις τμήματα της σκεπής να έχουν καταρρεύσει...
Ακόμα και το μνημείο
της Σλοβακικής Εθνικής Εξέγερσης που στεκόταν εκεί από τη δεκαετία του '60, είχε
υποστεί βανδαλισμούς, καθώς δύο από τις φιγούρες που καλωσόριζαν τους παρτιζάνους
είχαν –μάλλον για κάποιον ανεξήγητο λόγο- εξαφανιστεί.
Ήταν ήδη αργά το απόγευμα όταν γυρίσαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε. Μια ώρα μετά, φτάσαμε στη Μπάνσκα Στιάβνιτσα, μια πόλη χαρακτηρισμένη από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Γνωστή από τον Μεσαίωνα ως ένας απ’ τους διασημότερους Εξορυκτικούς οικισμούς
της Ευρώπης (υπήρξε ο κύριος τροφοδότης του Ουγγρικού Βασιλείου σε ασήμι και χρυσό)
και με τον παλαιότερο γνωστό Ματαλλευτικό οικισμό να έχει ιδρυθεί εκεί τον 3ο
αι π.Χ από τους Κέλτες, η ιστορία της πόλης ανέκαθεν ήταν εξαρτημένη από την
εκμετέλλευση του πλούσιου υπεδάφους της περιοχής. Περιγραφόταν ως η "terra banensium" («γη των μεταλλορύχων»)
από το 1156.
Το όνομα "Štiavnica" («όξινο ρεύμα»)
δόθηκε στον οικισμό στην πεδιάδα ενώ ο οικισμός από πάνω, στον λόφο ονομάστηκε "Bana" («ορυχείο»).
Για 3 μόλις μέρες είχαμε χάσει την ευκαιρία να δούμε το ετήσιο παραδοσιακό δρώμενο της «Παρέλασης της Σαλαμάνδρας» κατά τη διάρκεια της οποίας παρουσιάζεται
ζωντανά η ιστορία της πόλης, ξεκινώντας από τον θρύλο της Σαλαμάνδρας.
Η ιστορία του περιγράφει το πως
ξεκίνησε η παράδοση των ορυχείων στην περιοχή, όταν ένας βοσκός, ενώ
λαγοκοιμόταν δίπλα στο κοπάδι του στις πλαγιές του σημερινού
Λόφου της Παλιάς Πόλης, είδε ξαφνικά δύο σαλαμάνδρες η πλάτη των οποίων γυάλιζε,
η μια με χρυσή και η άλλη με ασημένια σκόνη, και παραξενεμένος,
αναποδογύρισε τον βράχο που κρύφτηκαν, για να βρει έκπληκτος από κάτω χρυσό...
Κοιτώντας έξω απ’ το ξενοδοχείο στον βροχερό δρόμο |
Ο ξυλόγλυπτος δράκος-φύλακας της έκθεσης στην αρχή της σήραγγας του παλιού ορυχείου |
Η έκθεση στο παλιό ορυχείο περιελάμβανε έναν στύλο για κάψιμο μαγισσών. Δεν πιστεύω πως υπήρχε κάποια πραγματική μάγισσα στο δωμάτιο μαζί μας εκείνη τη στιγμή, ωστόσο ακόμη αδυνατώ να εξηγήσω ποιό από τα αντικείμενα του χώρου θα μπορούσε να έχει προκαλέσει τη σκιά της «καμπουριασμένης σιλουέτας» στον δεξί τοίχο... |
Το δωμάτιό μας ήταν στον δεύτερο όροφο και, φθάνοντας στην πόρτα, με μεγάλη έκπληξη
είδαμε την ταμπέλα..."Hell's room"! Προσπαθώντας να καταλάβω πως ακριβώς
πήρε αυτή την ονομασία, παρατήρησα κάποιες παράξενες γρατζουνιές κάτω στο παλιό
ξύλινο πάτωμα που θύμιζαν (-ε, περίπου, τέλος πάντων...-) έναν...μικρό κερασφόρο διάβολο. Αυτό λοιπόν πρέπει να ήταν,
σκεφτήκαμε.
..
|
Δωμάτιο με...χαρακτήρα, και πολύ ευρύχωρο επίσης! |
Ο «διαβολάκος» στο
πάτωμα
|
Αργότερα βέβαια,
μελετώντας την ιστορία της πόλης πιο σχολαστικά, κατάλαβα πως το δωμάτιο πρέπει
να είχε ονομαστεί έτσι, αναφερόμενο στους Matej Kornel Hell και Jozef Karol Hell, εξαιρετικούς τεχνικούς
εξώρυξης που έζησαν στην περιοχή κατά τη χρυσή της εποχή, στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ο αιώνα...
Καθώς τα περισσότερα ρεστοράν είχαν ήδη από νωρίς κατεβάσει τα ρολά τους, η βόλτα μας στο ιστορικό κέντρο της πόλης κάτω από ψιλή βροχή κατέληξε στο μοναδικό μέρος που ήταν ακόμα ανοιχτό και σέρβιρε φαγητό, μια πιτσαρία που ήταν χτισμένη πάνω ακριβώς από ένα βαθύ κάθετο φρέαρ παλιού ορυχείου...
Παραγγέλνοντας πίτσα, δίπλα ακριβώς στο βαθύ φρέαρ του παλιού ορυχείου
|
Την επόμενη μέρα επισκεφτήκαμε το Ανοιχτό Μεταλλευτικό Μουσείο όπου, αφού
ακούσαμε για την ιστορία των ορυχείων της πόλης και έχοντας αποκτήσει μια
σχετική βασική θεωρητική ιδέα για τις συνθήκες στα ορυχεία, φορώντας ένα μακρύ αδιάβροχο και
ένα πολύ-πολύ χρήσιμο πλαστικό κράνος, και κρατώντας έναν παλιό ηλεκτρικό φανό, ακολουθήσαμε την οδηγό αρχικά στο μονοπάτι που κατέβαινε την κατηφορική πλαγιά και κατόπιν στην σήραγγα του Βαρθολομαίου (Bartolomej Shaft). Κι από κει κατεβήκαμε ακόμα βαθύτερα, στη σήραγγα Ώντρε (Ondrej
Shaft), που είχε διανοιχτεί τον 17ο αιώνα, φθάνοντας τελικά μερικές δεκάδες μέτρα κάτω απ' την επιφάνεια...
Μπροστά μας, ένας λαβύρινθος από τούνελ
|
Κάστρο του Μποϊνίτσε
Με λίγες μόνο ώρες να έχουν απομείνει μέχρι τη στιγμή που θα έπρεπε να είμαστε στο αεροδρόμιο της Μπρατισλάβας, αποχαιρετήσαμε την πόλη των Ορυχείων και συνεχίσαμε για το κάστρο που είχαμε αφήσει για το τέλος, που πολλοί θεωρούν ως το πιο παραμυθένιο κάστρο της Σλοβακίας, το Κάστρο Μποϊνίτσε.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο και ακουθήσαμε το μονοπάτι γύρω απ' την τάφρο, απ' όπου είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε κάποιες πανέμορφες εικόνες του...
Το Κάστρο του Μποϊνίτσε αναφέρεται από το 1013, αρχικά ως ξύλινο φρούριο, σταδιακά μετατρεπόμενο σε πλίνθινο. Τον 15ο αιώνα ανήκε στον
Βασιλιά Ματθαίο Κορβίνο (Ματθία Α΄) γιο του Ιωάννη Ουνιάδη (-ονόματα που μας ήταν ήδη γνωστά από τα
ταξίδια μας στην Τρανσυλβανία, ειδικά
στην πόλη Κλουζ, αλλά και στο επίσης εντυπωσιακό κάστρο Κόρβιν). Αρκετοί θρύλοι
από εκείνη την εποχή αναφέρονται στον δαιμόνιο Φύλακα του Κάστρου και
Επιτηρητή, Πήτερ Πόκυ, που κάποτε είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Πρίγκηπα
Ιάνο, νόθο γιο του Κορβίνου, όταν μετά το θάνατο του πατέρα του, το κάστρο
πέρασε σ’ αυτόν.
Τον 16ο αι. το πρώην φρούριο δέχτηκε εκτενή ανακατασκευή σε κάστρο Αναγεννησιακού στυλ, ενώ από το 1889 μέχρι το 1910, υπό την ιδιοκτησία του Κόμη Ιάνου Φέρενς Πάλφυ (János Ferenc Pálffy), απέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού ρομαντικού, Νεο-Γοτθικού ρυθμού, θυμίζοντας στην όψη τα Γαλλικά κάστρα της Κοιλάδας του Λίγηρα.
Τον 16ο αι. το πρώην φρούριο δέχτηκε εκτενή ανακατασκευή σε κάστρο Αναγεννησιακού στυλ, ενώ από το 1889 μέχρι το 1910, υπό την ιδιοκτησία του Κόμη Ιάνου Φέρενς Πάλφυ (János Ferenc Pálffy), απέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού ρομαντικού, Νεο-Γοτθικού ρυθμού, θυμίζοντας στην όψη τα Γαλλικά κάστρα της Κοιλάδας του Λίγηρα.
Με τη Μαρία, στη μέση μιας εντυπωσιακής Σάλας με επιβλητική επένδυση οροφής... |
Η ξενάγηση κρατούσε κι εδώ μιάμισυ ώρα, και κατά τη διάρκειά της, βρεθήκαμε σε δωμάτια
εκπληκτικής φινέτσας και ομορφιάς, και είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε κι εδώ όμορφα
και πολυτελή έπιπλα, μοναδικούς πίνακες και πολλά άλλα έργα τέχνης και την υπέροχη
διακόσμηση που δεν έπαυε να μας εκπλήσσει, καθώς το ένα δωμάτιο διαδεχόταν το άλλο...
Ακολουθήσαμε τη Γοτθική σκάλα μέχρι πάνω στους πύργους, και κατόπιν επιστρέψαμε
στην αυλή, κι αφού κάναμε μια στάση στο μαυσωλείο, λίγο πριν το τέλος της διαδρομής, οδηγηθήκαμε στα τούνελ που
κατεβαίνουν μέχρι την μικρή όμορφη σπηλιά που βρίσκεται κάτω απ’το κάστρο...
Ο χώρος του Μαυσωλείου |
Το νερό της βροχής πέφτοντας στη σπηλιά κάτω απ' το κάστρο σχημάτιζε έναν καταρράκτη και μικρές υπόγειες λίμνες |
Φύγαμε με πολύ όμορφες αναμνήσεις και τις καλύτερες εντυπώσεις και υποσχεθήκαμε κάποια στιγμή να επιστρέψουμε, αυτή τη φορά για Νυχτερινή ξενάγηση, ίσως την Άνοιξη, κατά τη διάρκεια του ετήσιου Φεστιβάλ Φαντασμάτων και Πνευμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, είμαστε πολύ χαρούμενοι που κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, καταφέραμε να ολοκληρώσουμε
όλους τους αρχικούς μας στόχους. Εκτός ίσως από έναν, ή δύο δευτερεύοντες που
έμειναν σε εκκρεμότητα – ίσως ηθελημένα- για την επόμενη φορά που θα βρεθούμε
σ’ αυτήν την όμορφη χώρα.
Διαβάστε στο Πρώτο Μέρος του Οδοιπορικού: η Παλιά Πόλη της Μπρατισλάβας, το Κάστρο της Κόμισσας Ελίζαμπεθ Μπάθορι, Κάστρο Μπεκόβ, το Κάστρο της Οράβας που κάποτε τριγύριζε η σκιά του Κόμη Ορλόκ, μια νύχτα στο κάστρο του Λιπτόφσκι Χράντοκ.
Διαβάστε στο Πρώτο Μέρος του Οδοιπορικού: η Παλιά Πόλη της Μπρατισλάβας, το Κάστρο της Κόμισσας Ελίζαμπεθ Μπάθορι, Κάστρο Μπεκόβ, το Κάστρο της Οράβας που κάποτε τριγύριζε η σκιά του Κόμη Ορλόκ, μια νύχτα στο κάστρο του Λιπτόφσκι Χράντοκ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου