Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

«Πανεπιστήμιο Δασών». Το «καταραμένο» Εργοστάσιο Επεξεργασίας Ξύλου στη Μόρνα της Πιερίας...

 

Κρυμμένο, παρά το ανάστημά του ανάμεσα στους θάμνους, τους κισσούς και τα δέντρα που λες και βάλθηκαν να το φωλιάσουν στην αγκαλιά τους για να το κρατήσουν μυστικό και να το προφυλλάξουν, σιωπηλό, ιδιαίτερα υποβλητικό και μυστηριώδες, παρόλη την ερείπωση που, παρατημένο για περισσότερο από μισό αιώνα, έχει υποστεί, το παλιό Κρατικό Εργοστάσιο Επεξεργασίας Ξυλείας εξακολουθεί να αποτελεί ορόσημο για τον τόπο και για το χωριό που είναι χτισμένο απέναντί του...

ΜΟΡΝΑ, ΕΝΑ «ΧΩΡΙΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ» ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΩΝ ΠΙΕΡΙΩΝ

Ίσως να μην είναι παράταιρο που αυτή η πρώτη σιλουέτα -ή, πιο σωστά, κουφάρι- κτίσματος που συναντά κανείς στο δρόμο για το χωριό στέκεται εκεί, απέναντι από την πινακίδα -«Σκοτεινά»-, σαν γιγαντόσωμος πετρωμένος φύλακας που λες και θέλει να προειδοποιήσει τον επισκέπτη για το τι ακριβώς θα πρέπει να περιμένει να βρει αν ακολουθήσει το μισό χιλιόμετρο χωματόδρομου που από κει συνεχίζει ως προέκταση του ασφάλτινου μέχρι το χωριό... Ένα «χωριό - φάντασμα»!...  

Όψη του εργοστασίου από την ανατολική πλευρά. Από εκεί αρχίζουν να φαίνονται κάποια σπίτια

Μόρνα ήταν το πρώτο όνομα του χωριού, από την εποχή της Τουρκοκρατίας όταν ιδρύθηκε από Σουλιώτες που, έχοντας εκδιωχθεί από την Ήπειρο, βρήκαν στο δυσπρόσιτο αυτό ορεινό σημείο -στα 700 μέτρα υψόμετρο- καταφύγιο, και εδώ επέλεξαν να εγκατασταθούν. Η ονομασία αυτή, σύμφωνα με μια άποψη, προέρχεται από τις πολλές μουριές και τα βάτα γύρω του, ή κατά άλλους, από την Τούρκικη λέξη «μόρνο», που σημαίνει «σκοτεινό». Όπως και να 'χει πάντως, το 1928 το χωριό μετονομάστηκε σε Σκοτεινά. Οι τελευταίοι κάτοικοι εξηγούσαν πως η νεώτερη αυτή ονομασία επιλέχθηκε εξαιτίας των λιγοστών ωρών που το χωριό φωτίζεται από τις ακτίνες του ήλιου, μέσα στη χαράδρα αυτή των Πιερίων που είναι κρυμμένο, με το Ανήλιο, όπως λένε ακόμα το απέναντι βουνό, να επιτρέπει στον ήλιο να φανεί από τις 11 το πρωί μέχρι τις 3.30 το μεσημέρι προτού τόσο πρόωρα βασιλέψει κι αρχίσει σιγά σιγά να παραδίδει στο σκοτάδι το χωριό... 

Εικόνα του χωριού των Σκοτεινών. από την απέναντι πλευρά του ποταμού

Μέσα σ' ένα τέτοιο «εξωτικό» και βαθιά υποβλητικό περιβάλλον, σ' αυτή τη σκοτεινή χαράδρα ανάμεσα στις πλαγιές των βουνών που στην αρχαιότητα θεωρούνταν το «σπίτι των Μουσών», με τις μουριές, τις καστανιές, και τα πλούσια δάση οξιάς που έχουν κυκλώσει το χωριό, κρατώντας το πνιγμένο μέσα στην άγρια βλάστηση, δεν μοιάζουν και τόσο παράφωνοι οι θρύλοι, που μέχρι πριν λίγα χρόνια, διηγούνταν ακόμα οι παλιοί... Ιστορίες για αλλόκοτα μωρά -τα «γκουλιαβούδια» (δηλαδή «γυμνά»)- που προκαλούσαν τον τρόμο κατεβαίνοντας από μια σπηλιά πάνω στο βουνό για να κολυμπήσουν τα μεσάνυχτα γυμνά κάτω στο Μαυρονέρι -το ποτάμι που χωρίζει τις δύο αντικρυστές βουνοπλαγιές και το εργοστάσιο απ' το χωριό. (- ...ίσως μια μακρινή, παραποιημένη ανάμνηση του αρχαίου μύθου των Πιερίδων Νυμφών και του εκστατικού χορού τους...) ΄Η, για το «μαλλιαρό χέρι» ενός παλιού χωριανού, που είχε φύγει μετανάστης στην Αμερική και, για κάποιο άγνωστο κρίμα, φαίνεται πως είχε στοιχειώσει κι εμφανιζόταν για να τρομοκρατήσει τον διαβάτη που τύχαινε να περνάει κοντά απ' το έρημο σπίτι του... (-μια παράξενη Παράδοση, που στο παρελθόν έχω συναντήσει και αλλού...)

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, στο μικρό εκκλησάκι σ' ένα μικρό σπηλαίωμα δίπλα στο δρόμο που πάει στο χωριό...

Βέβαια εξετάζοντας το «αίνιγμα» της εγκατάλειψης του μέρους με μια πιο ρεαλιστική και λιγότερο ρομαντική ματιά, θα πρέπει μάλλον να συμφωνήσουμε πως ίσως να μην ήταν οι τρομακτικοί θρύλοι που έδιωξαν τους κατοίκους από αυτήν την άλλοτε γεμάτη από ανθρώπινες φωνές περιοχή. Η βαριά αίσθηση, κι η μελαγχολική, -ή ακόμα και καταθλιπτική- διάθεση, που μπορεί εύκολα να προκαλέσει στον ψυχισμό των -περισσοτέρων- ανθρώπων αυτή η καθημερινή επίδειξη της κυριαρχίας του ψυχρού σκοταδιού και της υποταγής του ζωογόνου φωτός, ίσως τελικά να ήταν η πραγματική αιτία. Μαζί φυσικά με το εργοστάσιο... 

Το σημείο που ο δρόμος σήμερα περνάει πάνω από το ποτάμι για να φτάσει στο χωριό...

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ ΔΑΣΑΡΧΕΙΟΥ - ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΞΥΛΕΊΑΣ

 Η ιστορία του πρότυπου δασαρχείου-εργοστασίου ξεκινάει το 1938-9, την εποχή του Μεταξά, όταν με Κρατική δαπάνη, και με σκοπό την εκμετάλλευση της άριστης ποιότητας ξυλείας της περιοχής (που έναν αιώνα νωρίτερα είχε χρησιμοποιηθεί και για την κατασκευή της θαλαμηγού του Όθωνα) κυρίως για την παραγωγή στρωτήρων για τον σιδηρόδρομο, το εργοστάσιο χτίστηκε στο σημείο αυτό... στη θέση που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «στη βρύση απέναντι» -από τη βρύση απ' όπου οι κοπέλες με τις «φτσέλες» κουβαλούσαν το νερό στο χωριό-, ή, «από πέρα»,  επειδή το εργοστάσιο έγινε στην απέναντι μεριά του γεφυριού που περνάει πάνω από τον ποταμό, που οριοθετεί το χωριό (-τον παραπόταμο του Μαυρονερίου -ή Αίσωνα, στην αρχαιότητα- που είναι γνωστός και ως Μορνιώτικος)

Ακόμα και το νερό του ποταμού, εξαιτίας κυρίως του σκούρου πετρώματος μοιάζει τόσο σκοτεινό, που το ποτάμι ονομάστηκε Μαυρονέρι...

Μαζί κατασκευάστηκε κι ένα κτίσμα πάνω στο χωριό που έμεινε γνωστό με την ονομασία «Κτίριο», όπου έμεναν οι οικογένειες των δασολόγων που υπηρέτησαν στο δασαρχείο. Το εργοστάσιο αλλά και οι εργασίες διάνοιξης του δρόμου, που ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή, φυσικά αποτέλεσαν πόλο έλξης για πολλά άτομα που ήθελαν να εργαστούν εκεί, κι έτσι στο διάστημα αυτό, το χωριό κατακλύζεται από κόσμο και ο αριθμός των κατοίκων των Σκοτεινών αυξάνεται, από 190 (1920) σε 1178 (1940).

Με αυτή την απότομη ανάπτυξη, όλα έμοιαζαν καλά και μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως η μοίρα είχε άλλα σχέδια για τον τόπο αυτό... Όμως, λες και κάποιος από τους θεούς από απέναντι, τον Όλυμπο, ζήλεψε την ευημερία των ανθρώπων -ή, ίσως εξέλαβε για ύβρη την κοπή των τόσων δέντρων- πολύ σύντομα, το εργοστάσιο, που είχε δώσει ζωή και εργασία σε τόσες οικογένειες στην περιοχή, θα γινόταν σημείο αναφοράς για πολύ δραματικές, και τραγικές ιστορίες... 

Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ

Το 1942 έφτασαν στα Σκοτεινά οι Γερμανοί και μια ομάδα εγκαταστάθηκε εκεί, σε πρόχειρα καταλύματα (λυόμενες «παράγκες») που ανεγέρθηκαν στο χώρο δίπλα στο εργοστάσιο. Εκείνο που τους ενδιέφερε περισσότερο ήταν η εκμετάλλευση των Μεταλλείων Χρωμίου, που βρίσκονταν πάνω στο βουνό -στην κορυφή «Καραγιάννης»-, ανάμεσα στα χωριά της Μόρνας, του Αγίου Δημητρίου και του Λιβαδιού. Εκεί απασχολούσαν κατοίκους απ' όλα τα χωριά εξαναγκάζοντάς τους να συλλέγουν το υλικό, το οποίο στη συνέχεια αφού κατέβαινε από το βουνό, μεταφερόταν για επεξεργασία με αυτοκίνητα σε άλλα σημεία. Οι εξορύξεις αυτές χρωμίου και νικελίου από τα μεταλλεία της Ελλάδας και των Βαλκανίων είχαν πολύ μεγάλη σημασία για τους Γερμανούς (που άλλωστε εκμεταλλεύονταν το συγκεκριμένο μεταλλείο εμπορικά και πριν τον Πόλεμο), αφού χρειαζόταν να καλύψουν ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των υψηλών απαιτήσεων για τις ανάγκες της πολεμικής βιομηχανίας της χώρας τους (-μόνο το χρώμιο από την Ελλάδα υπολογιζόταν ότι θα κάλυπτε το 33% αυτών των αναγκών). Αυτό βέβαια ήταν γνωστό και στις ομάδες της Αντίστασης, που είχαν έντονη δράση στην ευρύτερη περιοχή και σε κάθε ευκαιρία προσπαθούσαν να σαμποτάρουν το έργο τους. Κορυφαία στιγμή της δράσης αυτής υπήρξε η ανατίναξη του μεταλλείου από ομάδα του ΕΛΑΣ Θεσσαλίας, στις 18 Φεβρουαρίου του 1843, μαζί με την σύλληψη και εκτέλεση δύο Γερμανών στρατιωτών που εργάζονταν σ' αυτό, και την καταστροφή των αποθηκών του, στον Άγιο Δημήτριο. Ως αντίποινα, οι Γερμανοί συνέλαβαν 37 κατοίκους από τον Άγιο Δημήτριο και το Λιβάδι, τους οποίους οδήγησαν σ' ένα βαγόνι τρένου στην Κατερίνη, πριν τελικά τους εκτελέσουν λίγες μέρες αργότερα. Οι όμηροι που την ίδια μέρα είχαν συλληφθεί από το χωριό της Μόρνας είχαν καλύτερη τύχη, αφού μετά από χτύπημα του ΕΛΑΣ στη φάλαγγα των αυτοκινήτων που τους μετέφεραν, στα Στενά της Πέτρας, ελευθερώθηκαν.

Γερμανοί στρατιώτες, με φόντο τον Όλυμπο

Η εκτέλεση των αθώων ομήρων στην Κατερίνη στις 23 Φεβρουαρίου οδήγησε σε νέο κύκλο δολιοφθορών από την πλευρά των Αντιστασιακών, που κατέστρεψαν ένα μέρος του γεφυριού του Μαυρονερίου στο 17ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Κατερίνης-Ελασσώνας, και αχρήστευσαν μεγάλα τμήματα του δρόμου, προκειμένου να ανακόψουν την προέλαση των τροχοφόρων. Μετά τη μάχη που ακολούθησε οι αντάρτες κατέφυγαν προς την Μόρνα και τη Φτέρη. Σύμφωνα με μια πηγή, παράλληλα ανατίναξαν και μέρος του εργοστασίου της Μόρνας, που οι 150 Γερμανοί είχαν έρθει να προστατέψουν, αναγκάζοντάς τους τελικά να εγκαταλείψουν τα αυτοκίνητα που τους είχαν μεταφέρει και να τραπούν σε φυγή πεζοί, έχοντας σημαντικές απώλειες.  

Ο θανάτος του Κωνσταντίνου Ζωγράφου αλλού αναφέρεται πώς έγινε στις 22/23 Φεβρουαρίου 1943, που είναι πιθανότερη ημερομηνία της μάχης
Οι συγκρούσεις και τα σαμποτάζ στην ευρύτερη περιοχή συνεχίστηκαν και τους επόμενους μήνες, αλλά ήταν στα τέλη της ίδιας χρονιάς που θα ερχόταν η πιο τραγική στιγμή στην ιστορία του χωριού...

Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και τα Κοιμητήρια, στην είσοδο του χωριού

Στις 19 Δεκέμβρη του 1943, Γερμανοί στρατιώτες έφτασαν στο χωριό και έθαψαν έναν νεκρό στρατιώτη τους στο νεκροταφείο έξω από την Αγία Παρασκευή, τη μια από τις δύο εκκλησίες του χωριού. Ενώ αρχικά υποσχέθηκαν ότι δε θα έκαναν κακό σε κανέναν, με αφορμή την ανακάλυψη ενός νεαρού αγοριού που η μητέρα του είχε ντύσει με φούστα παρουσιάζοντάς το ως κορίτσι, για να το προστατέψει, κατηγόρησαν τους κατοίκους ότι προσπαθούσαν να τους κοροϊδέψουν, σκότωσαν το παιδί, και στη συνέχεια άρχισαν να εκτελούν όποιον έβρισκαν στους δρόμους του χωριού... Συνολικά έπεσαν νεκροί τουλάχιστον εννέα κάτοικοι, (επίσημη καταγραφή, αν και άλλοι αναφέρουν διπλάσιο αριθμό θυμάτων), ανάμεσά τους, ο παπάς Χρήστος Τσολάκης, ηλικιωμένοι και ανήλικα παιδιά,  κατακαίοντας παράλληλα ολοσχερώς πολλά σπίτια μέσα στο χωριό. Οι υπόλοιποι γλίτωσαν επειδή είχαν καταφύγει στα βουνά, και στο υπόλοιπο διάστημα της Κατοχής έμειναν σε πρόχειρα καταλύματα σε διάφορα δυσπρόσιτα σημεία του βουνού, κατεβαίνοντας στο χωριό μόνο περιστασιακά... 

Το εκκλησάκι δίπλα στο γεφύρι, με τα ονόματα των δύο γυναικών χαραγμένα στη βάση του

Δύο γυναίκες 31 και 44 χρονών, που συγκαταλέγονται στα επίσημα θύματα, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σε μνημείο που στήθηκε στο χωριό, σφαγιάστηκαν με μαχαίρι δίπλα ακριβώς στο εργοστάσιο...  Η μια στη βρύση, και η άλλη πάνω στο γεφύρι που από το εργοστάσιο οδηγεί στο χωριό... Οι σκηνές και οι λεπτομέρειες της σφαγής καταγράφονται από μαρτυρίες όπως εκείνη της Ελένης Βαστάζου, όπως μεταφέρεται στο εξαιρετικά ενδιαφέρον  Ιστολόγιο του Ιωάννη Καλιαμπού  

Εγκαταλελειμμένη αγροικία στη Μόρνα

Οι αντάρτες απάντησαν αμέσως και λίγες μέρες μετά, στις 21 Δεκεμβρίου 1943 ακολούθησε μεγάλη σύγκρουση στο δασαρχείο της Μόρνας, που εν τω μεταξύ είχαν καταλάβει. Μεγάλη Γερμανική δύναμη περικύκλωσε τους άνδρες της 10ης Μεραρχίας, που είχαν ταμπουρωθεί στο εργοστάσιο και μετά από φονική μάχη με μεγάλες απώλειες, κυρίως απ' την πλευρά των Γερμανών, -από τη μεριά των Ελλήνων σκοτώθηκαν οκτώ-, οι πολιορκημένοι κατάφεραν να σπάσουν τον κλοιό και να αποχωρήσουν προς τα δασωμένα όρη, τα οποία τις επόμενες μέρες οι Γερμανοί κατέκαψαν, λαμπαδιάζοντας όλη την Ανατολική πλευρά των Πιερίων.

Το εργοστάσιο, τη δεκαετία του '50, με εμφανή τα σημάδια του Πολέμου στα γύρω δέντρα που φαίνονται ακόμα σε στάδιο αναγέννησης...

ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΚΑΙ Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Το εργοστάσιο, που κάηκε από τους αντάρτες κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων, τελικά ξαναφτιάχτηκε το 1950, και πάντως μέχρι το 1952 συνέχιζε να υπολειτουργεί. Μόνο μετά το τέλος του Εμφυλίου και την επιστροφή των κατοίκων των Σκοτεινών, που εξαιτίας του ανταρτοπόλεμου, το 1947, είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν το χωριό και να μετοικήσουν κοντά στην πόλη της Κατερίνης (για τρία χρόνια έζησαν στην Περίσταση), το εργοστάσιο άρχισε πλέον και πάλι να λειτουργεί κανονικά. 

                                                                                           Μάλιστα για το σημαντικό του έργο και τη σπουδαία προσφορά του στην οικονομία της χώρας, το 1956, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, στα πλαίσια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, βραβεύτηκε από το Υπουργείο Εμπορίου, με Χρυσό Μετάλλιο... 

 Όμως, για μια ακόμη φορά, παρά τις τόσο ευοίωνες ενδείξεις για το μέλλον του εργοστασίου, η επαναλειτουργία του τελικά θα κρατούσε μόλις δεκαπέντε χρόνια...

Το 1967 η έδρα του Κρατικού Εργοστασίου Επεξεργασίας Ξύλου μεταφέρεται σε μεγαλύτερη μονάδα, στο Λιτόχωρο, κι έτσι το «Πανεπιστήμιο Δασών», όπως το εργοστάσιο στα Σκοτεινά ήταν γνωστό, εγκαταλείπεται. Και μαζί μ' αυτό, και το χωριό...

Κάποιοι χωριανοί θυμούνται τη δεύτερη φορά που εγκατέλειψαν το χωριό, μέσα σε μια νύχτα... Πώς, παρά τις πολλές δυσκολίες, έφτασαν στο σημείο «Είκοσι» (στο 20ό χιλιόμετρο του δρόμου Κατερίνης-Ελασσόνας) διεκδικώντας τη χρήση χωραφιών που βρίσκονταν στην έκταση που τότε ανήκε στο Σανατόριο Πέτρας Ολύμπου (λειτούργησε το 1936-1969 και, μετέπειτα, ως Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Πέτρας Ολύμπου, στο χώρο της παλαιάς Μονής Πέτρας). Και πώς τελικά, παρά τις αντιδικίες με κατοίκους του γειτονικού χωριού Αγίου Δημητρίου, που επίσης προσπάθησαν να διεκδικήσουν την εκμετάλλευση της έκτασης, τελικά εγκαταστάθηκαν και ίδρυσαν εκεί το νέο χωριό, που συμφώνησαν να ονομάσουν, «Φωτεινά»...

Στο εσωτερικό του εργοστασίου. Η οροφή έχει καταπέσει.

Αυτό λοιπόν ήταν το απρόσμενο και ξαφνικό τέλος του χωριού των Σκοτεινών, που πλέον σε επόμενη απογραφή, το 1971 εμφανίζεται να έχει μόλις 1 κάτοικο (!)... Λες και κάποια κατάρα είχε πέσει πάνω στο εργοστάσιο, κι από κεί μαζί και στο χωριό. 

Μια κατάρα, που μοιάζει να διαρκεί μέχρι σήμερα, αφού το χωριό, παρόλο που βρίσκεται σ' έναν καταπράσινο χώρο που στα μάτια κάποιου επισκέπτη ίσως εκ πρώτης όψης να φαίνεται τόπος ειδυλλιακός, εξακολουθεί να παραμένει εγκαταλελειμμένο, με κάποιους μόνο περιστασιακούς κατοίκους από τα Φωτεινά να περνούν από κεί, τους καλοκαιρινούς συνήθως μήνες.
Κι εκεί μπροστά, κάτω απ' το χωριό, συνεχίζει να στέκεται και το «καταραμένο» εργοστάσιο... Έρημο, λεηλατημένο, καταπονημένο από τον καιρό, σε μια κατάσταση αργής αποσύνθεσης που λίγο-λίγο, μεγαλώνει τις πληγές του -κάποιες προσπάθειες που έγιναν στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας από τον τότε Νομάρχη Πιερίας, Γεώργιο Παπαστεργίου, για την διάσωση και επανεκμετάλλευσή του, με την προτεινόμενη δημιουργία «Μουσείου Ξύλου» στο χώρο του, φαίνεται να σκάλωσαν στα διαδικαστικά...

Και μαζί με το αλλοτινό δασαρχείο που καταρρέει, όσα από τα μηνύματα που κάποτε διδάσκονταν στο «Πανεπιστήμιο Δασών» έχουν πλέον μείνει ακόμα ζωντανά, έστω και σαν ξεθωριασμένα ίχνη, σιγά σιγά θα χαθούν κι αυτά, μέχρι που μια μέρα, μάλλον θα ξεχαστούν τελείως...
Μην αφήνοντας πίσω τίποτα άλλο, παρά μόνο μια ακόμα τρανή απόδειξη της ευκολίας με την οποία ξεγυμνώνεται η εφήμερη πραγματικότητα των ανθρώπων από τον ψυχρό και ασυγκίνητο χρόνο, ...αφήνοντας πίσω κάτι τρομακτικό, σχεδόν απόκοσμο, κενό...
    

 
  (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)

Σεπτέμβρης, 2021 -κείμενο/φωτογραφίες, Jonathan Bright


Άλλες παρόμοιες δημοσιεύσεις:

 ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ

ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΛΕΟΥΣΑΣ

Η ΒΙΛΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ

ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ: Ερευνώντας τους θρύλους και τα μυστήρια των πύργων της (video) 

Ο "ΓΕΡΟ-ΠΛΑΤΑΝΟΣ" ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

-------------------------------------------------------------------------------------------------

Πηγές:

Δημοσιεύσεις στο Ιστολόγιο του Ιωάννη Καλιαμπού

Οδηγός Πιερίας

Ολύμπιο Βήμα: Η ανατίναξη του Μεταλλείου Αγ. Δημητρίου και η εκτέλεση Σαράντα Αθώων Πατριωτών

Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ, 18/2/1943: Το σαμποτάζ στα μεταλλεία της Κατερίνης

Εθνικός Κήρυξ, Ζωή σ' ένα «χωριό- φάντασμα» της Πιερίας, τη Μόρνα

Οι Πύλες του Ανεξήγητου