Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Η βίλα του Άγγελου Σικελιανού και τα μυστικά της




Είναι γνωστή πιστεύω, στους περισσότερους τουλάχιστον που έχουν ασχοληθεί με τη γοτθική λογοτεχνία, η ιστορία της θρυλικής βίλας Ντιοντάτι στη Γενεύη, το φοβερό καλοκαίρι που ο Λόρδος Βύρωνας πέρασε εκεί με την εκλεκτή παρέα του Πέρσι Σέλλεϋ, της συζύγου του, Μαίρης Γουόλστονκραφτ Σέλλεϋ και της ξαδέρφης της, με την οποίαν ο Βύρωνας διατηρούσε σχέση, και του γιατρού -και ακολούθως συγγραφέα του "Βρικόλακα"-, Τζον Πολιντόρι. Εκείνο που δεν γνωρίζουν πολλοί είναι πως και στην χώρα μας υπάρχει μια ιστορική βίλα με μια αρκετά παρόμοια ιστορία... Πρόκειται για τη βίλα του Άγγελου Σικελιανού στη Συκιά Κορινθίας, εκεί που ο δικός μας εκκεντρικός -και μάλλον, εξίσου αλλαζονικός με τον Βύρωνα- ποιητής έζησε κάποια χρόνια με την πρώτη γυναίκα του, Εύα Πάλμερ. Στο διάστημα αυτό, από τη βίλα πέρασαν πολλοί εκλεκτοί καλεσμένοι, προερχόμενοι κυρίως από τον χώρο της λογοτεχνίας και του θεάτρου, με κάποιους απ' τους οποίους, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει και μέσα από το απόσπασμα που ακολουθεί, ο ποιητής ενίοτε μοιράστηκε τις "μεταφυσικές" του σκέψεις και ανησυχίες. 

Η βίλα Σικελιανού, στη Συκιά Κορινθίας


Η ατμόσφαιρα της βίλας, εκεί στην άκρη του πυκνού αιωνόβιου δάσους του Πευκιά, μπροστά στα γαλάζια νερά του Κορινθιακού κόλπου που θυμίζουν λίμνη, με θέα τις χιονισμένες συνήθως κορυφές του Παρνασσού που προβάλλουν απέναντι σαν σουρρεαλιστικός πίνακας, ή κάποιος αντικατοπτρισμός που μοιάζει σχεδόν "υπερφυσικός", σίγουρα ενέπνεε για  κάτι τέτοιο...

Και πολλές από τις συζητήσεις που έγιναν στην αυλή και στους χώρους του κτίσματος με την τόσο ιδιαίτερη αρχιτεκτονική που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Σικελιανός, θα πρέπει να θύμιζαν πολύ εκείνες που έναν αιώνα νωρίτερα γίνονταν στη βίλα Ντιοντάτι.

Όμως, αν η Μαίρη Σέλλεϋ εμπνεύστηκε από εκείνους τους διαλόγους την κλασική ιστορία του Δόκτωρα Φρανκενστάιν, ο Σικελιανός δε σταμάτησε εκεί, αλλά κάποια νύχτα, θα έλεγε κανείς πως σχεδόν επιχείρησε να υποδυθεί ο ίδιος τον ρόλο του "καταραμένου" γιατρού!... Να υποδυθεί, είπα; ...Ίσως η λέξη μην είναι η κατάλληλη, γιατί όπως θα μας διαβεβαιώσει σε λίγο ο πολύ στενός φίλος του ποιητή, Νίκος Καζαντζάκης, ο Σικελιανός δεν ήταν θεατρίνος. Και στο απόσπασμα που ακολουθεί, εξηγεί πως ακριβώς το κατάλαβε, μια νύχτα που βρισκόταν μαζί του, εκεί. 
Aυτή είναι ίσως η πιο παράξενη ιστορία της βίλας Σικελιανού... 


(Από το αυτοβιογραφικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, Εισαγωγή στον Γκρέκο  
-κεφάλαιο "Ο φίλος μου ο ποιητής - Άγιον Όρος")
Νίκος Καζαντζάκης - Άγγελος Σικελιανός

 Μια μέρα, εκεί που σεριανούσαμε στους δρόμους της παλιάς Αθήνας, μού 'πε:
-Τόσο Θεό αισθάνομαι μέσα μου, που αν τη στιγμή τούτη αγγίξεις το χέρι μου, θα πετάξει σπίθες.

Δε μίλησα.

-Τί, δεν το πιστεύεις; μου κάνει βλέποντάς με να σωπαίνω· δοκίμασε, άγγιξε! και μου άπλωσε το χέρι.

Δεν ήθελα να τον ντροπιάσω:
-Καλά, τού'πα, πιστεύω· ποια η ανάγκη να δοκιμάσω;

Ήμουν βέβαια σίγουρος πως δε θα ΄βγαζε σπίθες· σίγουρος; Ποιος ξέρει... Τώρα το μετανιώνω που δε δοκίμασα.




Αυτός θεατρίνος; Θα'ταν θεατρίνος αν έκανε τον απλό και το μετριόφρονα. Μα ήταν ο πιο ειλικρινής άνθρωπος στον κόσμο· το διαπίστωσα μια μέρα παρακολουθώντας ένα περιστατικό που ξεπερνούσε τα όρια του κωμικού κι έμπαινε στην επικίντυνη περιοχή της πύρινης παραφροσύνης.


Μέναμε οι δυο σ’ ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας.* Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη κι Όμηρο, μού απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους· ήταν οι πρώτες μέρες της γνωριμιάς μας, τ΄αρραβωνιάσματα. Χαρά μεγάλη που είχα βρει έναν άνθρωπο, να μην μπορεί ν’ αναπνέει παρά στο πιο αψηλό πάτωμα της επιθυμίας. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν και οι δυο σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη· μονάχα που αυτός νόμιζε πως η ψυχή η δική του, εγώ πως η ψυχή του ανθρώπου.

Ένα δειλινό που ετοιμαζόμασταν για το βραδινό μας περίπατο και στεκόμασταν ακόμα στο κατώφλι και κοιτάζαμε τη θάλασσα, νά σου και καταφτάνει τρεχάτος ο ταχυδρόμος του χωριού· έβγαλε από την τσάντα του κι έδωκε ένα γράμμα στο φίλο μου κι ύστερα έσκυψε στο αφτί του, ταραγμένος:

– Έχετε κι ένα μεγάλο δέμα…, είπε με φοβισμένη φωνή.

Ο φίλος μου δεν τόν άκουσε· διάβαζε το γράμμα, και το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο. Άπλωσε το χέρι, μού τό ‘δωκε:   
– Διάβασε… μού ΄πε.

Πήρα το γράμμα, διάβασα: «Βουδάκι μου, ο καημένος ο γείτονάς μας, ο ράφτης, πέθανε· σού τόν στέλνω και σέ παρακαλώ να τόν αναστήσεις», τού ’γραφε η γυναίκα του.

Ο φίλος μου μέ κοίταξε με αγωνία:
– Νομίζεις, είναι δύσκολο; έκαμε.

Σήκωσα τους ώμους:
– Δεν ξέρω, αποκρίθηκα· πάντως είναι δύσκολο πολύ.
 

Μα ο ταχυδρόμος βιάζουνταν.

– Τι να τό κάμω το δέμα; ρώτησε και σήκωνε το πόδι του να φύγει.

– Φέρ’ το ! είπε ο φίλος μου απότομα και στράφηκε πάλι και μέ κοίταξε, λες και περίμενε να τού δώσω κουράγιο.

Μα εγώ ένιωθα δυσφορία μεγάλη και σώπαινα.

Σταθήκαμε αμίλητοι και περιμέναμε· ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, η θάλασσα είχε γίνει σκούρα τριανταφυλλιά· ο φίλος μού δάγκανε τα χείλη και περίμενε.

Σε λίγο, δυό χωριάτες φάνηκαν και σήκωναν ένα φτωχικό φέρετρο· ήταν μέσα ο ράφτης.

– Ανεβάστε τον απάνω ! πρόσταξε ο φίλος μου και το λαμπρό πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει.

Στράφηκε πάλι και μέ κοίταξε:
– Τι λες; μέ ρώτησε πάλι και κάρφωσε στα μάτια μου τη ματιά του, ανήσυχη· τι λες, θα μπορέσω;

– Δοκίμασε, αποκρίθηκα· εγώ θα πάω περίπατο.


Πήρα γιαλό – γιαλό κι ανάσαινα βαθιά τη μυρωδιά του πεύκου και της θάλασσας. «Τώρα θα φανεί, συλλογίζουμουν, αν είναι θεατρίνος ή αν είναι επικίντυνα απότολμη ψυχή, έτοιμη να πεθυμήσει και να επιχειρήσει τα αδύνατα. Θα δοκιμάσει ν’ αναστήσει το νεκρό, ή, παμπόνηρος, θα φοβηθεί το γελοίο και θα πάει κρυφά κι ήσυχα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του; Απόψε θα φανεί».  


Έτρεμα που ζυγιάζουνταν έτσι μπροστά μου η ψυχή του φίλου μου και περπατούσα γρήγορα – γρήγορα, αναστατωμένος. Ο ήλιος είχε πια βουτήξει· το πρώτο σκούξιμο της κουκουβάγιας ακούστηκε μέσα από τα πεύκα, θλιμμένο και τρυφερό· οι μακρινές βουνοκορφές άρχισαν να λιώνουν μέσα στο σούρουπο. 



Μάκρυνα επίτηδες τον περίπατό μου, γιατί ένιωθα δυσφορία να γυρίσω σπίτι· πρώτα – πρώτα μ’ ενοχλούσε η παρουσία του νεκρού· ποτέ δεν μπόρεσα ν’αντικρίσω νεκρό χωρίς ν’ανατριχιάσω από αηδία και φόβο· κι ύστερα, γιατί ήθελα ν’ αναβάλω όσο μπορώ να δω πώς θα φερθεί στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο φίλος μου.





 Όταν έφτασα στο σπίτι, το δωμάτιο του φίλου μου, από πάνω από το δικό μου, ήταν κατάφωτο. Δεν είχα κέφι να δειπνήσω, έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ· μα πού να κλείσω μάτι !

Από πάνω μου, όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει· κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω – κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα.

Είχα πια κουραστεί, και τα ξημερώματα με πήρε ο ύπνος· άργησα να ξυπνήσω και να κατέβω κάτω· ο φίλος μου κάθουνταν μπροστά στο τραπέζι, το γάλα μπροστά του έμενε ανέγγιχτο. Τρόμαξα, όταν τόν είδα· δυο μεγάλοι γαλάζιοι κύκλοι είχαν απλωθεί γύρα από τα μάτια του κι ήταν χλωμός χλωμός και τα χείλια του κάτασπρα. Δεν τού μίλησα· κάθισα δίπλα του στενοχωρημένος και περίμενα.


– Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν νά ’θελε να δικαιολογηθεί· θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε· το ίδιο έκαμα κι εγώ…

Σώπασε, και σε λίγο:

– Όλη νύχτα… όλη νύχτα… του κάκου !
 

Θαμασμός μέ είχε κυριέψει· κοίταζα το φίλο μου και τόν καμάρωνα· είχε μπει στο γελοίο, μα τό ’χε ξεπεράσει, είχε φτάσει στο τραγικό σύνορο της παραφροσύνης και τώρα γύριζε και κάθουνταν αντίκρυ μου εξαντλημένος.
 
Σηκώθηκε, πρόβαλε ως το κατώφλι, κοίταξε μπροστά του τη θάλασσα, σφούγγιξε το μέτωπό του, που μαργαριτώνουνταν με χοντρές στάλες ιδρώτα.

Και τώρα; στράφηκε και μέ ρώτησε· τι να κάμω;
 

– Φώναξε τον παπά νά ’ρθει να τόν θάψει, αποκρίθηκα· κι εμείς πάμε να κάμουμε τη βόλτα μας στην άκρα της θάλασσας.

Τόν πήρα χεραγκαλιά, το μπράτσο του έτρεμε· βγάλαμε τα παπούτσια μας, ξεκαλτσωθήκαμε, τσαλαβουτούσαμε στο ακρογιάλι και δροσερεύαμε. Δεν μιλούσε, μα ένιωθα πως η δροσιά της θάλασσας και το ήσυχο φουρφούρισμά της τόν γαλήνευαν.

– Ντρέπουμαι… μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;

– Δεν είναι ακόμα, αποκρίθηκα· θα γίνει. Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου· μα παλικαριά μεγάλη και ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι. Θα χτυπούμε, θα χτυπούμε τα κεφάλια μας απάνω στα κάγκελα, πολλά κεφάλια θα γίνουν θρύμματα, μα μια μέρα τα κάγκελα θα σπάσουν…

-Εγώ θα 'θελα να 'ναι το κεφάλι μου που θα τα σπάσει, είπε και πέταξε με πείσμα ένα μεγάλο χοχλάδι στη θάλασσα· εγώ, εγώ, φώναξε, κανένας άλλος!

Χαμογέλασα. «Εγώ! Εγώ!» αυτή'ταν η φοβερή φυλακή, χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, του φίλου μου.

οιά 'ναι η πιο αψηλή κορυφή όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος; είπα προσπαθώντας να τον παρηγορήσω· να νικήσει το εγώ· όταν θα φτάσουμε στην κορυφή αυτή Άγγελε, τότε μονάχα θα λυτρωθούμε.

Δε μίλησε, μα χτυπούσε με τη φτέρνα του το κύμα μανιασμένος.

Ο αέρας ανάμεσά μας βάρυνε.

-Να γυρίσουμε πίσω, είπε· κουράστηκα.

Δεν είχε κουραστεί, μα είχε θυμώσει.

Σε όλο το δρόμο του γυρισμού δε σταυρώσαμε λέξη· περπατούσαμε γρήγορα, αεράκι είχε σηκωθεί, η θάλασσα στέναζε·ο αέρας νοτίστηκε αρμύρα.

Όταν φτάσαμε στο σπίτι, για να ξορκίσω το κακό, άπλωσα το χέρι στην πλούσια βιβλιοθήκη του φίλου μου.

-Νά, θα κλείσω τα μάτια, είπα, και θα πάρω ένα βιβλίο· αυτό θα αποφασίσει.

- Τί θα αποφασίσει, έκαμε ο φίλος μου νευριασμένος.

- Τί θα κάμουμε αύριο, αποκρίθηκα.
Έκλεισα τα μάτια, φούχτωσα ψαχουλεύοντας ένα βιβλίο· το άρπαξε ο φίλος από τα χέρια μου το άνοιξε· ήταν ένα μεγάλο λεύκωμα φωτογραφίες: Μοναστήρια, καλόγεροι, καμπαναριά, κυπαρίσσια... 
-Το Άγιον Όρος! φώναξα.

Το πρόσωπο του φίλου μου έλαμψε. 
-Αυτό ήθελα! φώναξε. Χρόνια και χρόνια, αυτό ήθελα· πάμε!

'Ανοιξε τα μπράτσα, μ΄έσφιξε στην αγκαλιά του.



-Είσαι έτοιμος; είπε· να βάλουμε τα σιδερένια μας ποδήματα· δράκοι
 δεν είμαστε; Να βάλουμε τα σιδερένια μας ποδήματα, να πατήσουμε το Άγιον Όρος.

(Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, κεφ ΙΘ΄, Ο φίλος μου ο ποιητής – Άγιον Όρος)

* Πρόκειται για το εξοχικό που διατηρούσαν στη Συκιά της Κορινθίας, ο Άγγελος Σικελιανός με την Εύα Πάλμερ και στο οποίο είχαν φιλοξενηθεί κατά καιρούς μεγάλες προσωπικότητες του χώρου των τεχνών και των γραμμάτων, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Μανώλης Καλομοίρης, η Ισιδώρα Ντάνκαν, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, η Μαρίκα Κοτοπούλη. Το πορτρέτο και τα χειρόγραφα του Άγγελου Σικελιανού δεσπόζουν στην είσοδο της βίλας στη Συκιά, η οποία χτίστηκε το 1912, πάνω σε σχέδια του ίδιου του ποιητή και λειτουργεί πλέον ως «κοσμοπολίτικη εστία φιλοξενίας»

Η πρόσοψη της βίλας σήμερα, με την προτομή του Άγγελου Σικελιανού

Η ιστορία της βίλας 


Το δώμα στον όροφο, όπου ο Σικελιανός αφιέρωνε τον περισσότερο χρόνο του

Το κτίριο κατασκευάστηκε το 1916, σύμφωνα με τα σχέδια του Άγγελου Σικελιανού. Ο ίδιος αφιέρωνε αρκετό χρόνο στην αγαπημένη του κάμαρα στο δώμα και στο μπαλκόνι με την πανοραμική θέα, όπου συνέγραψε αρκετά από τα ποιήματά του. Ένα άλλο προσφιλές του σημείο ήταν το μαρμάρινο παγκάκι στον κήπο, κάτω από ένα πεύκο που διατηρείται ακόμα.   
 
Ένα αγαπημένο σημείο όπου καθόταν ο Άγγελος Σικελιανός και συζητούσε με κάποιους απ' τους καλεσμένους.

 

Εκτός από τον Καζαντζάκη, στη βίλα φιλοξενήθηκαν και πολλοί άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, μεταξύ των οποίων ο Κώστας Καρυωτάκης, (που άλλωστε υπήρξε τακτικός παραθεριστής στην περιοχή, αφού ο παππούς και τα αδέρφια του διέμεναν σε ένα γειτονικό σπίτι), ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιάννης Γρυπάρης, ο μεγάλος μαέστρος και συνθέτης, Δημήτρης Μητρόπουλος, ο μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η «ιέρεια του χορού» Ισιδώρα Ντάνκαν, και το ζεύγος Βάσος και Τανάγρα Κανέλλου -που παρουσίασαν το σημαντικό χοροδραματικό δρώμενο της μάχης του Απόλλωνα με τον Πύθωνα, στις Πρώτες Δελφικές Εορτές. 

 

 

Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1923, ο ζωγράφος και καθηγητής των καλλιτεχνικών τότε, Νίκος Σαντοριναίος, είχε οργανώσει στο δάσος του Πευκιά τα «Ανθεστήρια», μια καλοκαιρινή γιορτή με κοπέλες της περιοχής, ντυμένες αρχαίες θεές και νύμφες να χορεύουν και να μοιράζουν λουλούδια στους επισκέπτες και τους ντόπιους που διασκέδαζαν με μουσική και τραγούδια – κάτι που πρέπει να συνέβαλλε στην καλλιέργεια της ιδέας στο μυαλό του Άγγελου και της Εύας για την αναγέννηση των Δελφικών εορτών.  Ένα όραμα που πάντως, παρά την επιτυχία με την οποία στέφθηκε τις δύο φορές που πραγματοποιήθηκε (1927, 1930), αποδείχτηκε υπερβολικά δαπανηρό και με μεγάλο τίμημα για τους ίδιους, αφού απορρόφησε όλη την περιουσία τους (άλλωστε και οι δύο παρέμειναν προσηλωμένοι στην ιδέα πως οι Εορτές δε θα έπρεπε να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης και να προβληθούν εμπορικά, αποκλείοντας έτσι το ενδεχόμενο χορηγιών από άλλους φορείς), αφήνοντας το ζεύγος με σοβαρά οικονομικά προβλήματα –κάτι που τελικά είχε επίπτωση και στη σχέση τους και σύντομα τους οδήγησε στο χωρισμό. 

 

 

Αποτέλεσμα αυτών ήταν, το 1930, να πουληθεί η βίλα από την Τράπεζα, μέσω πλειστηριασμού, στον γαμπρό του Ιωάννη Μεταξά και καθηγητή της Οικονομικής Σχολής Αθηνών, Γεώργιο Μαντζούφα. 

 

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944), επιτάχθηκε και χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Ιταλούς και στη συνέχεια από τους Γερμανούς ως επιτελείο, αλλά και  κατά τη διάρκεια του εμφύλιου, ως καταφύγιο από το ΕΑΜ. 

 

 

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το κτήμα 10 στρεμμάτων που περιελάμβανε τη βίλα, αγοράστηκε από τους Σπύρο και Χαράλαμπο Τυπάλδο. Οι ιδιοκτήτες της ξακουστής Ατμοπλοΐας Αιγαίου, ήδη από το 1950 είχαν δημιούργησει στο όμορο Πευκοδάσος οργανωμένο κάμπινγκ (‘holiday village’) που προσφερόταν για τον παραθερισμό αλλοδαπών (άδεια για αυτή τη χρήση άλλωστε υπήρχε ήδη από το 1919, έχοντας σιγά σιγά μετατρέψει την περιοχή του Ξυλοκάστρου σε σημαντική λουτρόπολη και κορυφαίο τουριστικό θέρετρο), προσφέροντας έτσι μια πλήρη λύση διακοπών στους ξένους που έφταναν στην Ελλάδα με τα καράβια της εταιρείας. 

 

Κατασκήνωσις Τυπάλδου. Λειτούργησε από το 1950 μέχρι τη δεκαετία του 70

 

Με την προσθήκη του κτήματος της βίλας, το συγκρότημα επεκτάθηκε (κι έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη εκτός Αθηνών οργανωμένη ξενοδοχειακή μονάδα στην Ελλάδα), κατασκευάζοντας στο χώρο του κτήματος αρχικά έναν αριθμό από ξύλινα μπάνγκαλοους και στη συνέχεια, ξενοδοχείο θερικών διακοπών, που συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 2007-2008. 

 

Το σημερινό τουριστικό συγκρότημα, Sikyon Coast Hotel & Resort στην άκρη του Πευκιά και μπροστά στη βίλα

 

Συνεχιστής της παράδοσης είναι ο σημερινός ιδιοκτήτης, Λεωνίδας Τυπάλδος, εγγονός του ιδρυτή του πρώτου συγκροτήματος,  που αποφάσισε να επενδύσει στο χώρο με την κατασκευή του μοντέρνου πολυτελούς τουριστικού συγκροτήματος Sikyon Coast Hotel & Resort, που λειτουργεί σήμερα στο ίδιο σημείο, στεγάζοντας στις εγκαταστάσεις του εστιατόριο (Palmer) και κέντρο Υγείας (Spa, Health & Fitness), αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τον προαύλιο χώρο της βίλας, που από το 1986, (επί υπουργίας Πολιτισμού, Μελίνας Μερκούρη), έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο, και όπου πλέον κατά τους θερινούς μήνες λειτουργεί το Ιταλικό εστιατόριο, Angelo

 



Οι εσωτερικοί χώροι της βίλας που είναι προσβάσιμοι για τον επισκέπτη, διατηρούν την επίπλωση από την πρώτη εποχή των Τυπάλδων, ένα τζάκι από την εποχή του Σικελιανού, αλλά και κάποια χειρόγραφα και έργα του "αλαφροίσκιωτου" ποιητή...  

Η σκάλα που οδηγεί στο Υπόγειο








Πηγές:

Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο (εκδ. Ελ. Καζαντζάκη)
 





ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ...

«Ασκηταριό» (ή «Μονή του Ασκητή») 


«Πανεπιστήμιο Δασών». Το «καταραμένο» Εργοστάσιο Επεξεργασίας Ξύλου στη Μόρνα της Πιερίας... 


Ο «Γερο-πλάτανος» της Εύβοιας και τα μυστικά του...

 

ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΛΕΟΥΣΑΣ: Μια μικρή φωτο-ιστορία, βασισμένη σε θρύλους φανταστικούς και μη...


ΜΕΓΑΛΙΘΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ


Εξερευνώντας τη "στοιχειωμένη" νήσο Ποβέλια και άλλα "νησιά του θανάτου" στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας...


Οδοιπορικό σε παραμυθένια κάστρα στο Τυρόλο και τη Βαυαρία και γνωριμία με τις σκοτεινές Χριστουγεννιάτικες παραδόσεις των Άλπεων...


ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗ ΜΥΘΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΙΡΛΑΝΔΙΑ (Α ΜΕΡΟΣ)

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗ ΜΥΘΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΙΡΛΑΝΔΙΑ (B ΜΕΡΟΣ) 

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗ ΜΥΘΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΙΡΛΑΝΔΙΑ (Γ ΜΕΡΟΣ) 

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗ ΜΥΘΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΙΡΛΑΝΔΙΑ (Δ ΜΕΡΟΣ)

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗ ΜΥΘΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΙΡΛΑΝΔΙΑ (E ΜΕΡΟΣ)


Οδοιπορικό στη Μυστική Σλοβακία (Μέρος 1ο) Μπρατισλάβα, το κάστρο της Κόμισσας Μπάθορι, κάστρο Μπέκοβ, Οράβα: το κάστρο που γυρίστηκε το "Νοσφεράτου" του Μουρνάου, Λιπτόφσκι Χράντοκ

Οδοιπορικό στη Μυστική Σλοβακία (-Μέρος 2ο): Κάστρο Βλαχύ, η ξεχασμένη λουτρόπολη Κορυτνίκα Κουπέλε, η Μεσαιωνική πόλη και τα παλιά ορυχεία της Μπάνσκα Στιάβνιτσα, το παραμυθένιο κάστρο Μποϊνίτσε...